- μπουρνούζι
- Λέξη που προέρχεται από την αραβική μπουρνούζ και σημαίνει την τοπική ενδυμασία των Αράβων της Β. Αφρικής. Αποτελείται από τετράγωνο ύφασμα με τρία ανοίγματα, ένα για το κεφάλι και δύο για τα χέρια. Μ. λέγεται στην Ελλάδα και πετσετέ ένδυμα σαν παλτό, που φοριέται κατάσαρκα μετά το λουτρό, εξαιτίας της απορροφητικότητας του υφάσματος.
Τυνήσιοι με μπουρνούζια σε έναν δρόμο της Τύνιδας.
* * *το1. μάλλινη μακριά χλαμύδα τών Αράβων2. μακριά βαμβακερή χνουδωτή ρόμπα για το σκούπισμα και στέγνωμα τού σώματος μετά το λουτρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. burnuz < αραβ. burnus].
Dictionary of Greek. 2013.